- ὑοφορβεῖον
- ὑοφορβ-εῖον [ῠ],A porcinarium, Gloss.; in later spelling,
οἰκίαν σὺν -ίῳ PLond.3.978.5
, al. (iv A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οἰκίαν σὺν -ίῳ PLond.3.978.5
, al. (iv A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υοφορβείον — τὸ, Α βλ. ὑοφόρβιον … Dictionary of Greek
υοφόρβιον — και ὑοφορβεῑον,τὸ, Α [ὑοφορβός] 1. αγέλη χοίρων 2. (στον τ. ὑοφορβεῑον) χοιροστάσιο … Dictionary of Greek